- σκάλη
- ἡ, Αβλ. σκάλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκάλῃ — σκάλα scala fem dat sg (attic epic ionic) σκάλλω stir up aor subj mp 2nd sg σκάλλω stir up aor subj act 3rd sg σκά̱λῃ , σκάλλω stir up aor subj mid 2nd sg (doric) σκά̱λῃ , σκάλλω stir up aor subj act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάλα — I (Scala). Περίφημο λυρικό θέατρο του Μιλάνου. Χτίστηκε το 1778 από τον Γκιουζέπε Πιερμαρίνι στη θέση της παλιάς εκκλησίας της Σάντα Μαρία αλά Σκάλα και σε αντικατάσταση της παλιάς δουκικής σκηνής, που καταστράφηκε από πυρκαγιά. Τόσο για το… … Dictionary of Greek